- τολυλαλδεΰδη
- η, Νχημ. συνοπτική ονομασία τριών μονοκυκλικών οργανικών ενώσεων, αρωματικών αλδεϋδών, μονομεθυλιωμένων παραγώγων τής βενζαλδεΰδης, ισομερών μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tolylaldehyde < tolyl (βλ. λ. τολύλιο) + aldehyde (βλ. λ. αλδεΰδες)].
Dictionary of Greek. 2013.